- κουφάλα
- η1. κοίλωμα σε κορμό δέντρου, βαθούλωμα.2. κουφάλα δοντιού.3. πόρνη γυναίκα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουφάλα — η (Μ κουφάλα) κοίλωμα, βαθούλωμα σε κορμό δέντρου ή σε βράχο νεοελλ. 1. κοιλότητα τού δοντιού η οποία προέρχεται από τερηδόνα 2. γυναίκα τού δρόμου, πόρνη μσν. υπόγεια σήραγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κούφος (Ι) + άλα (πρβλ. κρεμ άλα, φουσκ άλα)] … Dictionary of Greek
κούφος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 2 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της χερσονήσου της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τορώνης. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. 2. Πεδινός… … Dictionary of Greek
κουφαλιασμένος — ή, ό (για δέντρο ή βράχο) αυτός που έχει κουφάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κουφαλιάζω < κουφάλα] … Dictionary of Greek
κουφαλωτός — ή, ό 1. αυτός που έχει κουφάλα, κουφαλιασμένος 2. αυτός που έχει σχήμα κουφάλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφάλα + ωτός (πρβλ. αγκαθ ωτός, αγκυλ ωτός)] … Dictionary of Greek
-άλα — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών τής Νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται: Ι) αφηρημένα ουσιαστικά παράγωγα ρημάτων, που δηλώνουν ενέργεια τού πρωτότυπου ρήματος, π.χ. κρεμάλα < κρεμώ, μουντζάλα < μουντζαλώνω, πηλάλα… … Dictionary of Greek
βρώμα — το (AM βρῶμα, Μ και βρῶμαν) [βιβρώσκω] 1. τροφή 2. λεία, θήραμα νεοελλ. 1. δόλωμα 2. διάβρωση, αποσύνθεση αρχ. 1. πληγή, καρκίνωμα 2. οπή, κουφάλα του δοντιού … Dictionary of Greek
εισπέτομαι — εἰσπέτομαι (Α) πετώ προς ή μέσα (α. «ὥς τε πέλεια, ἥ ῥὰ θ ὑπ ἴρηκος κοίλην εἰσέπτατο πέτρην» σαν περιστέρα που πέταξε μέσα στην κουφάλα τής πέτρας κυνηγημένη από γεράκι β. «φήμη τε ἐσέπτατο ἐς τὸ στρατόπεδον» φήμη πετούσε, διαδιδόταν μέσα στο… … Dictionary of Greek
κούφωμα — Γενικός όρος που υποδηλώνει κάθε εξάρτημα, στοιχείο ή μηχανισμό, σταθερά προσαρμοσμένο στους τοίχους ενός κτιρίου –του οποίου αποτελεί διακοσμητικό ή προστατευτικό συμπλήρωμα– και είναι αυστηρά εναρμονισμένο με τα κατασκευαστικά χαρακτηριστικά… … Dictionary of Greek
σαρωνίς — και σορωνίς, ίδος, ἡ, Α 1. πολύχρονη δρυς με εσωτερικό κοίλωμα, με κουφάλα 2. (κατά τον Ησύχ.) «σαρωνίδες πέτραι ἢ διὰ παλαιότητα κεχηνυῑαι δρύες». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Απίθανη φαίνεται η σύνδεση τής λ. με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχιος… … Dictionary of Greek
χηραμός — και χαραμός και χειραμός και χηλαμός, ὁ, πληθ. και ετερογενής τ. χηραμά, τὰ, Α 1. τρύπα, κοιλότητα, κοίλωμα, κουφάλα («σφῆκας δαφοινοὺς χηραμῶν ἀνειρύσας», Λυκόφρ.) 2. η λαβή τού ξίφους («εἰς τὸν χηραμὸν τῆς κώπης ἀνέδραμε, μόνην δὲ καταλείπει… … Dictionary of Greek